-
1 αμφικαλυπτω
1) скрывать, закрывать, покрывать(τι Hom.)
ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα χάσματι θηρός Eur. — он надел на голову звериную пасть2) покрывать (своей) тенью, окутывать, обволакивать(θάνατος ἀμφεκάλυψέ τινα Hom.)
3) помрачать(ὄσσε Hom.)
ἀ. φρένας τινά Hom. — помрачать чей-л. ум4) принимать в себя, вмещать(ὀστέα Hom.)
ὁθ΄ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψέ με Hom. — когда я гостил в его доме5) набрасывать, накидывать(νέφος τινί Hom.)
σάκος ἀμφικαλύψαι τινί Hom. — прикрыть кого-л. щитом;ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι Hom. — заслонить город горой -
2 επινωτιζω
-
3 χάσμα
A yawning chasm, gulf, χ. μέγα, of Tartarus, Hes.Th. 740;Ταρτάρου.. ἄβυσσα χ. E.Ph. 1605
;χ. γῆς Hdt. 7.30
;τὰ χ. τῆς γῆς Pl.Phd. 111e
; χθονός, πέτρας, E. Ion 281, IT 626;σεισμοὶ καὶ χάσματα Jul.Laod.
in Cat.Cod.Astr.1.134.II open, gaping mouth,χ. θηρός E.HF 363
(lyr.); as forming a helmet, Id.Rh. 209; of a yawning gulf,χάρυβδις.. ἄρμα περιβαλοῦσα χάσματι Id.Supp. 501
;Σκύλλης χάσμασιν AP11.379
(Agath.); χ. φάρυγος, of a lion, ib.6.218 (Alc.);χ. ὀδόντων Anacreont.24.4
, etc.
См. также в других словарях:
επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου … Dictionary of Greek